- κοσμηματοποιός
- ο1) мастер-специалист по украшению потолков, мебели и т. п.; лепщик; резчик по дереву; 2) ювелир (мастер)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοσμηματοποιός — ο 1. αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα 2. αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα για διακόσμηση επίπλων, οικιών κ.λπ … Dictionary of Greek
κοσμηματοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κοσμηματοποιία — η η τέχνη τού κοσμηματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek
Νταλί, Σαλβαντόρ — (Salvador Dali, Φιγκέρας, Βαρκελώνη 1904 – 1989). Ισπανός ζωγράφος, συγγραφέας, κοσμηματοποιός και σκηνογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία της Μαδρίτης (1921 24) και το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1929 προσχώρησε στο κίνημα των υπερρεαλιστών… … Dictionary of Greek